Greek Meaning of proven
αποδεδειγμένο
Other Greek words related to αποδεδειγμένο
- πραγματικός
- επιβεβαιωμένο
- επιδεικνυόμενος
- αποτελεσματικός
- καθιερωμένος
- πραγματικός
- έγκυρος
- επικυρωμένος
- τεκμηριωμένος
- βεβαιωμένος
- ελεγμένο ως γνήσιο
- πιστευτός
- σκυρόδεμα
- πειστικός
- υπάρχον
- πραγματικός
- γνήσιος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναπόφευκτο
- αδιαμφισβήτητος
- κυριολεκτικός
- ρεαλιστικός
- σίγουρα
- Αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- Επαληθεύσιμος
- επαληθευμένο
- πολύ
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- απόλυτος
- αυθεντικός
- αυθεντικός
- καλή τη πίστει
- βέβαιος
- πιστοποιήσιμο
- πιστοποιημένο
- De facto
- τελικός
- σκληρός
- Στόχος
- απτός
- θετικός
- πραγματική ζωή
- ουσιαστικός
- απτός
- πραγματικός
- υποτιθέμενος
- υποθετικός
- εικαστικός
- υποθετικός
- ιδανικός
- ανύπαρκτος
- δυνατόν
- δυνητικός
- φημισμένος
- υποτίθεται
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- χιμαιρικός
- χιμαιρικός
- Προβλεπόμενος
- προβλεπόμενος
- μυθικός
- επινοημένος
- Φαντασιώδης
- Φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- φανταστικός
- ανύπαρκτος
- εφεύρε
- θρυλικός
- απεικονιζόμενο
- πλατωνικός
- υποθετικός
- οραματίστηκε
- συλληφθεί
- αφηρημένος
- ψεύτικος
- υποκρίνομαι
- προσποιούμαι
- Ρομαντικός
- συμβολικό
- απίθανος
- εικονική
- επινοημένος
Nearest Words of proven
Definitions and Meaning of proven in English
proven (a)
established beyond doubt
FAQs About the word proven
αποδεδειγμένο
established beyond doubt
πραγματικός,επιβεβαιωμένο,επιδεικνυόμενος,αποτελεσματικός,καθιερωμένος,πραγματικός,έγκυρος,επικυρωμένος,τεκμηριωμένος,βεβαιωμένος
υποτιθέμενος,υποθετικός,εικαστικός,υποθετικός,ιδανικός,ανύπαρκτος,δυνατόν,δυνητικός,φημισμένος,υποτίθεται
proved => αποδεδειγμένο, prove oneself => Αποδείξει τον εαυτό του, prove => αποδεικνύω, provably => αποδείξιμα, provable => αποδείξιμος,