Greek Meaning of proven

αποδεδειγμένο

Other Greek words related to αποδεδειγμένο

Definitions and Meaning of proven in English

Wordnet

proven (a)

established beyond doubt

FAQs About the word proven

αποδεδειγμένο

established beyond doubt

πραγματικός,επιβεβαιωμένο,επιδεικνυόμενος,αποτελεσματικός,καθιερωμένος,πραγματικός,έγκυρος,επικυρωμένος,τεκμηριωμένος,βεβαιωμένος

υποτιθέμενος,υποθετικός,εικαστικός,υποθετικός,ιδανικός,ανύπαρκτος,δυνατόν,δυνητικός,φημισμένος,υποτίθεται

proved => αποδεδειγμένο, prove oneself => Αποδείξει τον εαυτό του, prove => αποδεικνύω, provably => αποδείξιμα, provable => αποδείξιμος,