Greek Meaning of factual

πραγματικός

Other Greek words related to πραγματικός

Definitions and Meaning of factual in English

Wordnet

factual (s)

existing in act or fact

Wordnet

factual (a)

of or relating to or characterized by facts

Webster

factual (a.)

Relating to, or containing, facts.

FAQs About the word factual

πραγματικός

existing in act or fact, of or relating to or characterized by factsRelating to, or containing, facts.

ντοκιμαντέρ,ιστορικός,​​κυριολεκτικός,μη μυθοπλασίας,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πραγματικός,αυθεντικός,Γεγονός,Στόχος,πραγματικός

Φανταστικός,φανταστικός,υποθετικός,εικαζόμενο,θεωρητικός,θεωρητικός,μυθιστορηματικά,μη πραγματικό,Μη ιστορικός,ανιστόρητος

facts of life => Γεγονότα της ζωής, factotums => δούλος των πάντων, factotum => Φακτότουμ, factory-made => εργοστασιακής παραγωγής, factory worker => Εργάτης εργοστασίου,