Greek Meaning of factory
εργοστάσιο
Other Greek words related to εργοστάσιο
Nearest Words of factory
- factorship => εμπορικός σταθμός
- factorizing => παραγοντοποίηση
- factorized => παραγοντοποιημένος
- factorize => Διαλύω σε παράγοντες
- factorization => Παραγοντοποίηση
- factorise => παραγοντοποίηση
- factorisation => Παραγοντοποίηση
- factoring => παραγοντοποίηση
- factories => Εργοστάσια
- factorial => παραγοντικό
- factory farm => εργοστασιακ κτηνοτροφία
- factory price => τιμή εργοστασίου
- factory ship => Εργοστασιακό πλοίο
- factory whistle => σφυρίχτρα εργοστασίου
- factory worker => Εργάτης εργοστασίου
- factory-made => εργοστασιακής παραγωγής
- factotum => Φακτότουμ
- factotums => δούλος των πάντων
- facts of life => Γεγονότα της ζωής
- factual => πραγματικός
Definitions and Meaning of factory in English
factory (n)
a plant consisting of one or more buildings with facilities for manufacturing
factory (n.)
A house or place where factors, or commercial agents, reside, to transact business for their employers.
The body of factors in any place; as, a chaplain to a British factory.
A building, or collection of buildings, appropriated to the manufacture of goods; the place where workmen are employed in fabricating goods, wares, or utensils; a manufactory; as, a cotton factory.
FAQs About the word factory
εργοστάσιο
a plant consisting of one or more buildings with facilities for manufacturingA house or place where factors, or commercial agents, reside, to transact business
μύλος,Φυτό,κατάστημα,έργα,Εργαστήριο,εργοστάσιο,στούντιο,εκμεταλλευτικό εργαστήριο,Χώρος εργασίας,Εργαστήριο
No antonyms found.
factorship => εμπορικός σταθμός, factorizing => παραγοντοποίηση, factorized => παραγοντοποιημένος, factorize => Διαλύω σε παράγοντες, factorization => Παραγοντοποίηση,