Greek Meaning of works
έργα
Other Greek words related to έργα
- κάνει
- φέρνει
- αιτίες
- δημιουργεί
- παράγει
- παράγει
- ενδείξεις
- επιδράσεις
- περιπτώσεις
- Γεννά
- φυλές
- επιφέρει
- παράγει
- Φέρνει
- καταλύει
- αντλεί από
- επιφέρει
- ενθαρρύνει
- γεννάει
- δίνει αφορμή για
- προκαλεί
- επικαλείται
- κάνει
- αποτελέσματα (σε)
- γεννά
- Μεταφράζει (σε)
- αποδόσεις
- προόδους
- αρχίζει
- Οδηγεί σε
- συμβάλλει σε
- καλλιεργεί
- προσδιορίζει
- Αναπτύσσει
- θεσπίζει
- ιδρύει
- πατέρες
- προωθεί
- ιδρύει
- προωθεί
- εγκαινιάζει
- ξεκινά
- καινοτομεί
- ιδρύματα
- εισάγει
- λανσάρει
- τρέφει
- θρέφει
- πρωτοπόροι
- προάγει
- δίνει
- σύνολα
- δημιουργεί
- αρχίζει
- αποδεικνύεται ότι
- επιταγές
- στοιχεία ελέγχου
- εμποδίζει
- όρια
- περιορίζει
- καταστέλλει
- Συλλήψεις
- κονσέρβες
- πεζοδρόμια
- υγραίνει
- καταστρέφει
- βάζει κάτω
- Χαλινάρια (σε)
- καταπιέζει
- περιορίζει
- πνίγει
- κολοκύθες
- πνίγει
- ακόμα
- υποτάσσει
- καταργεί
- καταστέλλει (σε)
- καταπνίγει (κάτι)
- Καταστρέφει
- σβήνει
- εκκαθαρίζει
- ακυρώνει
- καταπνίγει
- σβήνει
- σβήνει (σβήνει)
- καταπνίγει
Nearest Words of works
- workroom => Εργαστήριο
- workplace => Χώρος εργασίας
- workpiece => Τεμάχιο εργασίας
- workout suit => Φόρμα γυμναστικής
- workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα
- workmen's compensation => Αποζημίωση εργατών
- workmen => εργάτες
- workmate => συνάδελφος
- workmaster => εργοδηγός
- workmanship => κατασκευή
- works council => Επιτροπή Επιχειρήσεων
- works program => πρόγραμμα εργασίας
- worksheet => Φύλλο εργασίας
- workship => λατρεία
- work-shirt => Εργασιακή πουκαμίσα
- workshop => Εργαστήριο
- work-shy => τεμπέλης
- workspace => χώρος εργασίας
- workstation => Σταθμός εργασίας
- work-study program => Πρόγραμμα σπουδών και εργασίας
Definitions and Meaning of works in English
works (n)
buildings for carrying on industrial labor
everything available; usually preceded by `the'
performance of moral or religious acts
the internal mechanism of a device
FAQs About the word works
έργα
buildings for carrying on industrial labor, everything available; usually preceded by `the', performance of moral or religious acts, the internal mechanism of a
κάνει,φέρνει,αιτίες,δημιουργεί,παράγει,παράγει,ενδείξεις,επιδράσεις,περιπτώσεις,Γεννά
επιταγές,στοιχεία ελέγχου,εμποδίζει,όρια,περιορίζει,καταστέλλει,Συλλήψεις,κονσέρβες,πεζοδρόμια,υγραίνει
workroom => Εργαστήριο, workplace => Χώρος εργασίας, workpiece => Τεμάχιο εργασίας, workout suit => Φόρμα γυμναστικής, workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα,