Greek Meaning of produces
παράγει
Other Greek words related to παράγει
- κάνει
- φέρνει
- αιτίες
- δημιουργεί
- παράγει
- ενδείξεις
- επιδράσεις
- έργα
- Γεννά
- επιφέρει
- Φέρνει
- καταλύει
- αντλεί από
- γεννάει
- δίνει αφορμή για
- προκαλεί
- επικαλείται
- κάνει
- αποτελέσματα (σε)
- γεννά
- Μεταφράζει (σε)
- αποδόσεις
- περιπτώσεις
- αρχίζει
- φυλές
- παράγει
- Οδηγεί σε
- συμβάλλει σε
- καλλιεργεί
- προσδιορίζει
- Αναπτύσσει
- επιφέρει
- θεσπίζει
- ενθαρρύνει
- ιδρύει
- πατέρες
- προωθεί
- ιδρύει
- προωθεί
- εγκαινιάζει
- ξεκινά
- καινοτομεί
- ιδρύματα
- εισάγει
- λανσάρει
- τρέφει
- θρέφει
- προάγει
- δίνει
- σύνολα
- δημιουργεί
- αρχίζει
- στοιχεία ελέγχου
- εμποδίζει
- όρια
- καταπιέζει
- περιορίζει
- πνίγει
- καταστέλλει
- Συλλήψεις
- επιταγές
- πεζοδρόμια
- υγραίνει
- καταστρέφει
- βάζει κάτω
- καταπνίγει
- Χαλινάρια (σε)
- περιορίζει
- πνίγει
- κολοκύθες
- καταπνίγει
- υποτάσσει
- καταργεί
- κονσέρβες
- καταστέλλει (σε)
- καταπνίγει (κάτι)
- Καταστρέφει
- σβήνει
- εκκαθαρίζει
- ακυρώνει
- σβήνει
- σβήνει (σβήνει)
- ακόμα
Nearest Words of produces
Definitions and Meaning of produces in English
produces
to give birth or rise to, to give being, form, or shape to, the progeny usually of a female animal, manufacture entry 2 sense 2, manufacture, to cause to have existence or to happen, to offer to view or notice, to extend in length, area, or volume, to bring something out by work, the amount produced, to oversee the making of, fresh fruits and vegetables, to provide funding for, agricultural products and especially fresh fruits and vegetables as distinguished from grain and other staple crops, something produced, to cause to be or happen, to prepare to present to the public, to bring to view, to compose, create, or bring out by intellectual or physical effort, to make available for public exhibition or dissemination, to bear, make, or yield something, to cause to accrue
FAQs About the word produces
παράγει
to give birth or rise to, to give being, form, or shape to, the progeny usually of a female animal, manufacture entry 2 sense 2, manufacture, to cause to have e
κάνει,φέρνει,αιτίες,δημιουργεί,παράγει,ενδείξεις,επιδράσεις,έργα,Γεννά,επιφέρει
στοιχεία ελέγχου,εμποδίζει,όρια,καταπιέζει,περιορίζει,πνίγει,καταστέλλει,Συλλήψεις,επιταγές,πεζοδρόμια
producers => Παραγωγοί, produced => παραγόμενος, prods => ερεθίσματα, prodigiousness => αφθονία, prodigies => παιδιά θαύματα,