Greek Meaning of impedes

εμποδίζει

Other Greek words related to εμποδίζει

Definitions and Meaning of impedes in English

impedes

to interfere with or slow the progress of, to interfere with the movement or progress of

FAQs About the word impedes

εμποδίζει

to interfere with or slow the progress of, to interfere with the movement or progress of

Εντροπιάζει,εμπόδια,εμποδίζει,Εμποδίζει,καθυστερήσεις,τετράγωνα,περιορίζει,διαταράσσει,επιβαρύνει,αναπηρίες

το AIDS,βοηθά,διευκολύνει,βοηθάει,ανοίγει,καθαρίζει,ενθαρρύνει,απελευθερώνει,προωθεί,ελευθερώνει

impeccabilities => απιλλειψία, impassioning => παθιασμένος, impasses => αδιέξοδα, imparts => δίνει, imparting (to) => εκχώρηση (σε),