FAQs About the word strangles

στραγγαλιές

an acute bacterial disease of horses characterized by inflammation of the mucous membranes

πνίγεται,καταστρέφει,πνίγεται,πνίγει,πνίγει,πνίγει,γκάζια,ασφυκτιούνται,αποστολές,γκαρότα

αναπνέει,εκπνέει,Λήγει,Εισπνέει,εμπνέει, εμπνέει,αναβιώνει,αναζωογονεί

strangler tree => Απαγχονιστικό δέντρο, strangler fig => Σύκο, strangler => στραγγαλιστής, stranglehold => Πνιγμό, strangled => στραγγαλισμένος,