Greek Meaning of strangled

στραγγαλισμένος

Other Greek words related to στραγγαλισμένος

Definitions and Meaning of strangled in English

Wordnet

strangled (s)

held in check with difficulty

FAQs About the word strangled

στραγγαλισμένος

held in check with difficulty

πνιγμένος,ραγισμένο,τεταμένος,δυσαρμονικός,δυσαρμονικός,ενοχλητικός,θορυβώδης,ξύσιμο,τσιριχτός,στριγγός

ήπιος,χρυσός,υγρό,μελωδικός,γλυκός,μεταξωτός,λείο,μαλακός,κατευναστικός,γλυκό

strangle => Στραγγαλίζω, stranger => ξένος, strangeness => περιέργεια, strangely => παράξενα, strange quark => Παράξενο κουάρκ,