Greek Meaning of strangled
στραγγαλισμένος
Other Greek words related to στραγγαλισμένος
- πνιγμένος
- ραγισμένο
- τεταμένος
- δυσαρμονικός
- δυσαρμονικός
- ενοχλητικός
- θορυβώδης
- ξύσιμο
- τσιριχτός
- στριγγός
- δυσμουσικός
- κραυγάζοντας
- λειαντικό
- κακόφωνος
- κρώξιμο
- Χοντρός
- βραχνός
- ασύμφωνος
- σίτα
- χαλίκι
- πετρώδης
- άλεση
- γρύλισμα
- βαρύς
- λαρυγγικός
- βραχνός
- χάσκι
- ράσπα
- βραχνός
- τραχύς
- Σκουριασμένος
- ξύσιμο
- τραχύς
- βραχνός
- άμουσος
- γκρινιάρης
Nearest Words of strangled
Definitions and Meaning of strangled in English
strangled (s)
held in check with difficulty
FAQs About the word strangled
στραγγαλισμένος
held in check with difficulty
πνιγμένος,ραγισμένο,τεταμένος,δυσαρμονικός,δυσαρμονικός,ενοχλητικός,θορυβώδης,ξύσιμο,τσιριχτός,στριγγός
ήπιος,χρυσός,υγρό,μελωδικός,γλυκός,μεταξωτός,λείο,μαλακός,κατευναστικός,γλυκό
strangle => Στραγγαλίζω, stranger => ξένος, strangeness => περιέργεια, strangely => παράξενα, strange quark => Παράξενο κουάρκ,