Greek Meaning of growling
γρύλισμα
Other Greek words related to γρύλισμα
- σίτα
- χαλίκι
- πετρώδης
- βαρύς
- λαρυγγικός
- βραχνός
- χάσκι
- ράσπα
- βραχνός
- Σκουριασμένος
- ξύσιμο
- ξύσιμο
- τραχύς
- βραχνός
- γκρινιάρης
- λειαντικό
- κακόφωνος
- κρώξιμο
- πνιγμένος
- Χοντρός
- κρώξιμο
- βραχνός
- ασύμφωνος
- άλεση
- ενοχλητικός
- θορυβώδης
- τσιριχτός
- τεταμένος
- στριγγός
- κραυγάζοντας
- ραγισμένο
- δυσαρμονικός
- δυσαρμονικός
- τραχύς
- στραγγαλισμένος
- άμουσος
- δυσμουσικός
Nearest Words of growling
- growlingly => γρυλίζοντας
- grown => ενήλικας
- grownup => ενήλικας
- growse => αυξάνομαι
- growth => ανάπτυξη
- growth factor => Αυξητικός παράγοντας
- growth hormone => Αυξητική ορμόνη
- growth hormone-releasing factor => παράγοντας απελευθέρωσης ορμόνης αύξησης
- growth industry => Βιομηχανία ανάπτυξης
- growth rate => ρυθμός ανάπτυξης
Definitions and Meaning of growling in English
growling (n)
a gruff or angry utterance (suggestive of the growling of an animal)
the sound of growling (as made by animals)
growling (p. pr. & vb. e.)
of Growl
FAQs About the word growling
γρύλισμα
a gruff or angry utterance (suggestive of the growling of an animal), the sound of growling (as made by animals)of Growl
σίτα,χαλίκι,πετρώδης,βαρύς,λαρυγγικός,βραχνός,χάσκι,ράσπα,βραχνός,Σκουριασμένος
ήπιος,χρυσός,υγρό,μελωδικός,γλυκός,λείο,μαλακός,κατευναστικός,γλυκό,τρυφερό
growler => γκρινιάρης, growled => γρύλισε, growl => γρύλισμα, growing season => περίοδος ανάπτυξης, growing pains => Πόνοι ανάπτυξης,