Greek Meaning of growler
γκρινιάρης
Other Greek words related to γκρινιάρης
- αρκούδα
- γκρινιάρης
- Κάβουρας
- μπιέλα
- Τρίγλια
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- μουρτζούφλης
- κούκλοι
- κλοτσιά
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- Σκυθρωπός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- κανάτα
- Σκυθρωπός
- ηττοπαθής
- γκρινιάρης
- Γκριντς
- τσιμπίδα
- γκρινιάρης
- Υποχόνδριος
- χαρμπαλάς
- δυσαρεστημένος
- Χαλασοκόσμος
- απαισιόδοξος
- κουβέντιασμα
- ευερέθιστος
- χαλάστρα
Nearest Words of growler
- growling => γρύλισμα
- growlingly => γρυλίζοντας
- grown => ενήλικας
- grownup => ενήλικας
- growse => αυξάνομαι
- growth => ανάπτυξη
- growth factor => Αυξητικός παράγοντας
- growth hormone => Αυξητική ορμόνη
- growth hormone-releasing factor => παράγοντας απελευθέρωσης ορμόνης αύξησης
- growth industry => Βιομηχανία ανάπτυξης
Definitions and Meaning of growler in English
growler (n)
a speaker whose voice sounds like a growl
a small iceberg or ice floe just large enough to be hazardous for shipping
growler (n.)
One who growls.
The large-mouthed black bass.
A four-wheeled cab.
FAQs About the word growler
γκρινιάρης
a speaker whose voice sounds like a growl, a small iceberg or ice floe just large enough to be hazardous for shippingOne who growls., The large-mouthed black ba
αρκούδα,γκρινιάρης,Κάβουρας,μπιέλα,Τρίγλια,γκρινιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάρης,μουρτζούφλης,κούκλοι
αισιόδοξος,Πόλυ Άννα,Χαρούμενος κατασκηνωτής
growled => γρύλισε, growl => γρύλισμα, growing season => περίοδος ανάπτυξης, growing pains => Πόνοι ανάπτυξης, growing => αυξανόμενος,