Greek Meaning of grow up

μεγαλώνω

Other Greek words related to μεγαλώνω

Definitions and Meaning of grow up in English

Wordnet

grow up (v)

become an adult

FAQs About the word grow up

μεγαλώνω

become an adult

Αναπτύσσω,μεγαλώνω,Πρόοδος,ηλικία,Ώριμος,ωριμάζω,λουλούδι,άνθος,Βλαστος,εξελίσσομαι

παρακμή,πτώση,εκφυλισμένος,επιδεινώνω,ξηρός,ξεθωριάζω,νιπτήρας,σπαταλή (μακριά),εξασθενώ,μαραίνεται

grow over => μεγαλώνω πάνω, grow => μεγαλώνω, grovy => φοβερός, groving => αυξανόμενος, groves => άλση,