Greek Meaning of grovelling

εξευτελιστική

Other Greek words related to εξευτελιστική

Definitions and Meaning of grovelling in English

Wordnet

grovelling (s)

totally submissive

Webster

grovelling ()

of Grovel

FAQs About the word grovelling

εξευτελιστική

totally submissiveof Grovel

κολακεία,γονατιστός,αγιογραφικός,Αγιογραφικός,υποκλίνεστε,υποτακτικός,δουλοπρεπής,υποταγμένος,κολακευτικός,κολακεύω

προσβλητικός,εξευτελιστικός,απαξιωτικός,αγενής,προσβλητικός,προσβλητικό,Μειωτικός,περιφρονητικός,απαξιωτικός,Θρασύς

groveller => Σκασίλας, grovelled => πέρπατησε με τα τέσσερα, groveling => ερπυστικός, groveler => ερπετό, groveled => σέρθηκε,