Greek Meaning of groveled
σέρθηκε
Other Greek words related to σέρθηκε
Nearest Words of groveled
Definitions and Meaning of groveled in English
groveled (imp. & p. p.)
of Grovel
FAQs About the word groveled
σέρθηκε
of Grovel
τρομαγμένος,συρρίκνωση,Τραντάχτηκε,οπισθοχώρησε,τρομοκρατήθηκε,Λευκασμένος,Χλωμός,κολακευμένος,Υποκλίθηκε,συρρικνώθηκε
No antonyms found.
grovel => σέρνομαι, grove => άλσος, grouty => γκρινιάρης, groutnol => Κονία, grouting => έγχυση,