Greek Meaning of recoiled

οπισθοχώρησε

Other Greek words related to οπισθοχώρησε

Definitions and Meaning of recoiled in English

Webster

recoiled (imp. & p. p.)

of Recoil

FAQs About the word recoiled

οπισθοχώρησε

of Recoil

συρρίκνωση,Τραντάχτηκε,συσπάστηκε,δίσταζε,τρομοκρατήθηκε,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε,έτρεμε,τρέμω,Λευκασμένος

προηγμένος,πλησίασε,εξετάζω,αντιμέτωπος,αντιμέτωπος,πλησίαζε,γένιος,αψήφησε

recoil => ανάκρουση, recognosce => αναγνωρίζειν, recognizor => αναγνωριστής, recognizing => αναγνωρίζοντας, recognizer => αναγνωριστής,