Greek Meaning of challenged

εξετάζω

Other Greek words related to εξετάζω

Definitions and Meaning of challenged in English

Webster

challenged (imp. & p. p.)

of Challenge

FAQs About the word challenged

εξετάζω

of Challenge

ανάπηρος,εξασθενημένος,τυφλός,κωφός,Άτομα με αναπηρία,Εξαιρετικός.,Παράλυτος,άρρωστος,άρρωστος,σταματώ

υγιής,μη ανάπηρος,αβλαβής,καλά,ολόκληρος,υγιής,ικανός,ανάκαμψη,κατάλληλο,γενναιόδωρος

challengeable => Αμφισβητήσιμος, challenge => πρόκληση, challah => Τσαλά, chalky => Κρητώδης, chalkstone => Κιμωλία,