Greek Meaning of impaired

εξασθενημένος

Other Greek words related to εξασθενημένος

Definitions and Meaning of impaired in English

Wordnet

impaired (a)

diminished in strength, quality, or utility

Wordnet

impaired (s)

mentally or physically unfit

Webster

impaired (imp. & p. p.)

of Impair

FAQs About the word impaired

εξασθενημένος

diminished in strength, quality, or utility, mentally or physically unfitof Impair

τυφλός,μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,σπαταλημένος,βρεγμένος,αλκοολικός,ερωτευμένος,ανατιναγμένη,Μεθυσμένος

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό

impair => βλάπτω, impaint => βάψιμο, impaction => Απόφραξη, impacting => ο οποίος επηρεάζει, impacted tooth => έγκλειστος οδόντας,