Greek Meaning of potted

γλάστρα

Other Greek words related to γλάστρα

Definitions and Meaning of potted in English

Wordnet

potted (a)

of plants; planted or grown in a pot

Wordnet

potted (s)

preserved in a pot or can or jar

(British informal) summarized or abridged

FAQs About the word potted

γλάστρα

of plants; planted or grown in a pot, preserved in a pot or can or jar, (British informal) summarized or abridged

μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,εξασθενημένος,αναμμένος,φορτωμένο,τουρσί,σοβατισμένο,βραστά,σπαταλημένος

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εύκρατο,εγκρατής,κουλ,σταθερός,εγκρατής,καθαρό μυαλό,επίπεδο

pottage => Σούπα, potshot => Χτύπημα κάτω από τη μέση, potsherd => όστρακο, potsdam conference => Συνδιάσκεψη του Πότσδαμ, potsdam => Πότσδαμ,