Greek Meaning of tiddly

μικρός

Other Greek words related to μικρός

Definitions and Meaning of tiddly in English

Wordnet

tiddly (s)

slightly intoxicated

FAQs About the word tiddly

μικρός

slightly intoxicated

μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,μεθυσμένος,βρεγμένος,αλκοολικός,ερωτευμένος,τυφλός,Μεθυσμένος,Μεθυσμένος

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,Εγκρατής,εύκρατο

tiddler => γυρίνος, tiddledywinks => Τίντλιντιγούινκς, tiddle => Ταρατατζούμ, tidder => tidder, tidde => ακρίδα,