Greek Meaning of fried

τηγανητό

Other Greek words related to τηγανητό

Definitions and Meaning of fried in English

Wordnet

fried (s)

cooked by frying in fat

Webster

fried ()

imp. & p. p. of Fry.

Webster

fried (imp. & p. p.)

of Fry

FAQs About the word fried

τηγανητό

cooked by frying in fatimp. & p. p. of Fry., of Fry

μεθυσμένος,μεθυσμένος,αεριοποιημένο,εξασθενημένος,φορτωμένο,τουρσί,σοβατισμένο,βραστά,σπαταλημένος,βρεγμένος

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό

fridtjof nansen => Φρίντγιοφ Νάνσεν, fridstol => θρόνος ειρήνης, fridge => ψυγείο, friday => Παρασκευή, frictionless => χωρίς τριβή,