Greek Meaning of fried
τηγανητό
Other Greek words related to τηγανητό
- μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- αεριοποιημένο
- εξασθενημένος
- φορτωμένο
- τουρσί
- σοβατισμένο
- βραστά
- σπαταλημένος
- βρεγμένος
- αλκοολικός
- ερωτευμένος
- ανατιναγμένη
- τυφλός
- Μεθυσμένος
- Μεθυσμένος
- κονσέρβα
- στραβός
- στραβός
- σφυρηλατημένος
- υψηλός
- Μεθυσμένος
- Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- αναμμένος
- βρόχος
- λαδωμένο
- στραβoμaτης
- γλάστρα
- σκισμένος
- μεθυσμένος
- συντριμμένος
- σάλτσα
- Μεθυσμένος
- μεθυσμένος
- άκαμπτος
- βρωμερός
- πέτρινος
- μικρός
- σφιχτός
- μεθυσμένος
- αδιάθετος
- εξαλειφθεί
- αστραπιαία
- στην τσάντα
- ζουμερός
- φωτισμένο
- μεθυσμένος
- άδειος
- Μεθυσμένος σαν κύριος
- Μεθυσμένος
- υπό την επήρεια
- μπίρας
- μπερδεμένος
- με θολά μάτια
- Μεθυσμένος
- διεφθαρμένος
- διψομανής
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- νυσταγμένος
- δακρύβρεχτος
- έκθαμβος
- μεθυσμένος
- εξαντλημένος
Nearest Words of fried
- fried egg => Τηγανητό αυγό
- fried rice => τηγανητό ρύζι
- friedan => Φρίνταν
- friedcake => λουκουμάδες
- friedman => Φρίντμαν
- friedman test => Δοκιμασία Friedman
- friedreich's ataxia => Αταξία του Φρίντρεχ
- friedrich anton mesmer => Φρίντριχ Άντον Μέσμερ
- friedrich august kekule => Φρίντριχ Άουγκουστ Κέκουλε
- friedrich august kekule von stradonitz => Φρίντριχ Αύγουστος Κέκουλε φον Στράντονιτς
Definitions and Meaning of fried in English
fried (s)
cooked by frying in fat
fried ()
imp. & p. p. of Fry.
fried (imp. & p. p.)
of Fry
FAQs About the word fried
τηγανητό
cooked by frying in fatimp. & p. p. of Fry., of Fry
μεθυσμένος,μεθυσμένος,αεριοποιημένο,εξασθενημένος,φορτωμένο,τουρσί,σοβατισμένο,βραστά,σπαταλημένος,βρεγμένος
ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό
fridtjof nansen => Φρίντγιοφ Νάνσεν, fridstol => θρόνος ειρήνης, fridge => ψυγείο, friday => Παρασκευή, frictionless => χωρίς τριβή,