Greek Meaning of gassed

αεριοποιημένο

Other Greek words related to αεριοποιημένο

Definitions and Meaning of gassed in English

Webster

gassed (imp. & p. p.)

of Gas

FAQs About the word gassed

αεριοποιημένο

of Gas

μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,εξασθενημένος,σπαταλημένος,βρεγμένος,αλκοολικός,ερωτευμένος,ανατιναγμένη,τυφλός

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,εγκρατής,καθαρό μυαλό

gasping => λαχανιάζοντας, gasped => λαχάνιασε, gaspar => Γκασπάρ, gasp => χάφτω, gasoscope => γκαζόμετρο,