Greek Meaning of squiffed

μεθυσμένος

Other Greek words related to μεθυσμένος

Definitions and Meaning of squiffed in English

squiffed

intoxicated, drunk

FAQs About the word squiffed

μεθυσμένος

intoxicated, drunk

ανατιναγμένη,τυφλός,μεθυσμένος,μεθυσμένος,τηγανητό,εξασθενημένος,συντριμμένος,υπό την επήρεια,ερωτευμένος,Μεθυσμένος

ξηρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό

squibs => διόπια, squelching => καταπιεστικός, squelches => καταπνίγει, squeezing off => πιέζω , squeezes => πιέζει,