Greek Meaning of stoned

πέτρινος

Other Greek words related to πέτρινος

Definitions and Meaning of stoned in English

Wordnet

stoned (s)

under the influence of narcotics

FAQs About the word stoned

πέτρινος

under the influence of narcotics

εθισμένος,ανατιναγμένη,αστραπιαία,υψηλός,εθισμένος,υπερκινητικός,φορτωμένο,σκισμένος,αραιωμένο,σπαταλημένος

Καθαρός,νηφάλιος,ίσιος,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,εγκρατής,καθαρό μυαλό

stonecutter => λιθοξόος, stonecrop family => Κρασσουλάδες, stonecrop => Ανεμώνη, stonecress => Φούσκες, stone-cold => κρύος σαν πέτρα,