FAQs About the word zonked

εξαντλημένος

stupefied by or as if by alcohol or a drug

εθισμένος,ανατιναγμένη,υψηλός,εθισμένος,υπερκινητικός,φορτωμένο,σκισμένος,αραιωμένο,πέτρινος,σπαταλημένος

Καθαρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό

zonk (out) => ζονκ (έξω), zoning out => Αφηρημένος, zones => ζώνες, zoned out => χασομερημένος, zone out => Ζωνάρισμα,