Greek Meaning of zonked
εξαντλημένος
Other Greek words related to εξαντλημένος
Nearest Words of zonked
Definitions and Meaning of zonked in English
zonked
stupefied by or as if by alcohol or a drug
FAQs About the word zonked
εξαντλημένος
stupefied by or as if by alcohol or a drug
εθισμένος,ανατιναγμένη,υψηλός,εθισμένος,υπερκινητικός,φορτωμένο,σκισμένος,αραιωμένο,πέτρινος,σπαταλημένος
Καθαρός,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,κουλ,επίπεδο,σταθερός,εύκρατο,εγκρατής,καθαρό μυαλό
zonk (out) => ζονκ (έξω), zoning out => Αφηρημένος, zones => ζώνες, zoned out => χασομερημένος, zone out => Ζωνάρισμα,