Greek Meaning of wiped out

εξαλειφθεί

Other Greek words related to εξαλειφθεί

Definitions and Meaning of wiped out in English

Wordnet

wiped out (s)

destroyed completely

destroyed financially

FAQs About the word wiped out

εξαλειφθεί

destroyed completely, destroyed financially

ρυθμός,στραγγισμένος,εξαντλημένος,έπαιξε,κουρασμένος,κουρασμένος,φθαρμένος,εξαντλημένος/η,Πολύ φθαρμένο,all in

ενεργός,φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,Ενεργητικός,ζωηρός,αναζωογονημένος

wiped => σκουπισμένο, wipe up => Σκουπισμα, wipe out => σβήνω, wipe off => Σκουπίζω, wipe away => Σκουπίστε μακριά,