Greek Meaning of pooped
poop
Other Greek words related to poop
- στραγγισμένος
- εξαντλημένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- ρυθμός
- χτυπημένος
- Θολό
- εξουθενωμένος
- εξαντλημένος
- νεκρός
- έγινε
- Κουρασμένος
- κουρασμένος
- εξαντλημένος
- κουτσός
- προσκυνημένος
- δαπανηθεί
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- εξαλειφθεί
- φθαρμένος
- κουρασμένος
- εξαντλημένος/η
- Πολύ φθαρμένο
- all in
- σπασμένος
- καμμένος έξω
- εξασθενημένος
- Υπνηλία
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- ληθαργικός
- Υπερκόπω
- έπαιξε
- ερειπωμένος
- αποκαμωμένος
- νυσταγμένος
- Αργός
- ξεθωριασμένος
- εξασθενημένος
- Φθαρμένος
- υπερβολικά κουρασμένος
- Υπερφορτωμένος
- εξαντλημένος
Nearest Words of pooped
Definitions and Meaning of pooped in English
pooped
to break over the stern of, to put out of breath, stern, information, scoop, feces, excrement, defecate, to become exhausted, to tire out, the act of defecating, an enclosed superstructure at the stern of a ship above the main deck, to ship (a sea or wave) over the stern, an enclosed raised structure at the stern of a ship
FAQs About the word pooped
poop
to break over the stern of, to put out of breath, stern, information, scoop, feces, excrement, defecate, to become exhausted, to tire out, the act of defecating
στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,ρυθμός,χτυπημένος,Θολό,εξουθενωμένος,εξαντλημένος,νεκρός
φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,ενεργός,Ενεργητικός,αναζωογονημένο,ζωηρός
pools => πισίνες, pooling => ομαδοποίηση, pooled => συγκεντρωμένος, poohs => αχ, pooh-poohs => χλευάζει,