Greek Meaning of loggy

κουρασμένος

Other Greek words related to κουρασμένος

Definitions and Meaning of loggy in English

loggy

doctrine, sluggish, tired, sluggish, groggy, oral or written expression

FAQs About the word loggy

κουρασμένος

doctrine, sluggish, tired, sluggish, groggy, oral or written expression

στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,all in,κουρασμένος,ρυθμός,χτυπημένος,Θολό

ενεργός,φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,Ενεργητικός,αναζωογονημένο,ζωηρός

loggers => υλοτόμοι, loges => θεωρεία, logbooks => βιβλία καταγραφής, loftiest => υψηλότερο, loftier => υψηλότερος,