Greek Meaning of drained
στραγγισμένος
Other Greek words related to στραγγισμένος
- εξαντλημένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- ρυθμός
- χτυπημένος
- Θολό
- εξουθενωμένος
- εξαντλημένος
- νεκρός
- έγινε
- Κουρασμένος
- κουρασμένος
- εξαντλημένος
- κουτσός
- έπαιξε
- προσκυνημένος
- δαπανηθεί
- εξασθενημένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- εξαλειφθεί
- φθαρμένος
- κουρασμένος
- poop
- εξαντλημένος/η
- Πολύ φθαρμένο
- all in
- σπασμένος
- καμμένος έξω
- εξασθενημένος
- Υπνηλία
- εξασθενίζω
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- βαρύς
- ληθαργικός
- Υπερκόπω
- ερειπωμένος
- αποκαμωμένος
- νυσταγμένος
- Αργός
- ξεθωριασμένος
- Φθαρμένος
- υπερβολικά κουρασμένος
- Υπερφορτωμένος
- εξαντλημένος
Nearest Words of drained
- draine => στράγγισμα
- drainboard => στραγγιστήρι
- drainage system => σύστημα αποχέτευσης
- drainage ditch => τάφρος αποστράγγισης
- drainage basin => λεκάνη απορροής
- drainage area => Λεκάνη απορροής
- drainage => αποστράγγιση
- drainable => στραγγιζόμενο
- drain the cup => Αδειάζω το ποτήρι
- drain basket => Σουρωτήρι
Definitions and Meaning of drained in English
drained (a)
emptied or exhausted of (as by drawing off e.g. water or other liquid)
drained (s)
very tired
drained of electric charge; discharged
drained (imp. & p. p.)
of Drain
FAQs About the word drained
στραγγισμένος
emptied or exhausted of (as by drawing off e.g. water or other liquid), very tired, drained of electric charge; dischargedof Drain
εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,ρυθμός,χτυπημένος,Θολό,εξουθενωμένος,εξαντλημένος,νεκρός,έγινε
φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,ενεργός,Ενεργητικός,αναζωογονημένο,ζωηρός
draine => στράγγισμα, drainboard => στραγγιστήρι, drainage system => σύστημα αποχέτευσης, drainage ditch => τάφρος αποστράγγισης, drainage basin => λεκάνη απορροής,