Greek Meaning of weakened
εξασθενημένος
Other Greek words related to εξασθενημένος
- Μολυσμένος
- Αραίωση
- αραιωμένο
- μολυσμένος
- αραιωμένος
- Νοθευμένο
- κράμα
- μικτός
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- κατεστραμμένο
- Ακάθαρτος
- μικτός
- λερωμένος
- μολυσμένος
- νοθεύω
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος
- βρώμικος με μούργα
- λερωμένος
- φθηνή, φτηνή
- συσπειρώθηκε
- κατευνασμένος
- βεβηλωμένος
- Μολυσμένος
- βρώμικος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- Φλιδωτός
- Κηλιδωμένος
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- κακομαθημένος
- Ακατέργαστος
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- Μολυσμένο
- αδιευκρίνιστος
- αφιλτράριστο
- συμπυκνωμένος
- φιλτραρισμένο
- καλό
- καθαρός
- απλός
- καθαρός
- εκλεπτυσμένος
- ίσιος
- δυνατός
- ατόφιος
- απαύστως
- αμόλυντος
- ατόφιο
- αδιάλυτος
- ανάμικτος
- Αμόλυντος
- Αμόλυντος
- καθαρισμένος
- διευκρίνισε
- παστεριωμένο / παστεριωμένος
- στείρος
- ασύνδετος
- Εξαιρετικά καθαρό
- εξαιρετικά εκλεπτυσμένος
- Καθαρός
- άμωμος
- άψογος
- ανοξείδωτο
- στείρωση
- αμόλυντος
Nearest Words of weakened
Definitions and Meaning of weakened in English
weakened (s)
impaired by diminution
made weak or weaker
reduced in strength
mixed with water
damaged; used of inanimate objects or their value
weakened (imp. & p. p.)
of Weaken
FAQs About the word weakened
εξασθενημένος
impaired by diminution, made weak or weaker, reduced in strength, mixed with water, damaged; used of inanimate objects or their valueof Weaken
Μολυσμένος,Αραίωση,αραιωμένο,μολυσμένος,αραιωμένος,Νοθευμένο,κράμα,μικτός,συνδυασμένος,σύνθετος
συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,δυνατός,ατόφιος
weaken => εξασθενώ, weak spot => Αδύναμο σημείο, weak point => αδύναμο σημείο, weak part => Αδύναμο σημείο, weak interaction => Ασθενής αλληλεπίδραση,