Greek Meaning of dirtied

Μολυσμένος

Other Greek words related to Μολυσμένος

Definitions and Meaning of dirtied in English

Webster

dirtied (imp. & p. p.)

of Dirty

FAQs About the word dirtied

Μολυσμένος

of Dirty

Befouled = Βεβηλωμένος,βρώμικος,λερωμένος,κατεστραμμένο,κατευνασμένος,βεβηλωμένος,βρώμικος,λερωμένος,κακομαθημένος,Μολυσμένο

φιλτραρισμένο,καλό,καθαρός,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ίσιος,ατόφιος,απαύστως,αμόλυντος

dirt track => Α χωμάτινη πίστα, dirt cheap => κοψοχρονιά, dirt bike => Μοτοσικλέτα για εκτός δρόμου, dirt ball => Μπάλα λάσπης, dirt => βρωμιά,