Greek Meaning of pasteurized
παστεριωμένο / παστεριωμένος
Other Greek words related to παστεριωμένο / παστεριωμένος
- Καθαρός
- φιλτραρισμένο
- καθαρός
- άψογος
- ανοξείδωτο
- στείρος
- στείρωση
- ατόφιος
- απαύστως
- αμόλυντος
- ατόφιο
- αδιάλυτος
- ανάμικτος
- Αμόλυντος
- αμόλυντος
- Αμόλυντος
- καθαρισμένος
- Εξαιρετικά καθαρό
- διευκρίνισε
- συμπυκνωμένος
- καλό
- άμωμος
- απλός
- εκλεπτυσμένος
- αμόλυντος
- καθαρός
- ίσιος
- δυνατός
- ασύνδετος
- εξαιρετικά εκλεπτυσμένος
- Νοθευμένο
- Μολυσμένος
- Αραίωση
- αραιωμένο
- Ακάθαρτος
- μολυσμένος
- μολυσμένος
- αραιωμένος
- εξασθενημένος
- νοθεύω
- κράμα
- λερωμένος
- κακομαθημένος
- Ακατέργαστος
- αδιευκρίνιστος
- αφιλτράριστο
- Befouled = Βεβηλωμένος
- βρώμικος
- λερωμένος
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- βεβηλωμένος
- Μολυσμένος
- βρώμικος
- Φλιδωτός
- Κηλιδωμένος
- Μολυσμένο
Nearest Words of pasteurized
Definitions and Meaning of pasteurized in English
pasteurized (a)
having been subjected to pasteurization in order to halt fermentation
FAQs About the word pasteurized
παστεριωμένο / παστεριωμένος
having been subjected to pasteurization in order to halt fermentation
Καθαρός,φιλτραρισμένο,καθαρός,άψογος,ανοξείδωτο,στείρος,στείρωση,ατόφιος,απαύστως,αμόλυντος
Νοθευμένο,Μολυσμένος,Αραίωση,αραιωμένο,Ακάθαρτος,μολυσμένος,μολυσμένος,αραιωμένος,εξασθενημένος,νοθεύω
pasteurize => παστεριώνω, pasteurization => παστερίωση, pasteurism => παστερίωση, pasteurised => παστεριωμένο, pasteurise => παστεριώνω,