Greek Meaning of purified
καθαρισμένος
Other Greek words related to καθαρισμένος
- Νοθευμένο
- κράμα
- Μολυσμένος
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- αραιωμένο
- Ακάθαρτος
- μικτός
- μολυσμένος
- λερωμένος
- κακομαθημένος
- μολυσμένος
- ενωμένος
- Befouled = Βεβηλωμένος
- λερωμένος
- μικτός
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- βεβηλωμένος
- βρώμικος
- λειωμένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- Μολυσμένο
- αδιευκρίνιστος
- συσπειρώθηκε
- ενωμένες
- ενωμένος
Nearest Words of purified
Definitions and Meaning of purified in English
purified
to make pure, to free from guilt or moral or ceremonial blemish, to grow or become pure or clean, to clear from material defilement or imperfection, to make or become pure, to free from undesirable elements
FAQs About the word purified
καθαρισμένος
to make pure, to free from guilt or moral or ceremonial blemish, to grow or become pure or clean, to clear from material defilement or imperfection, to make or
καθαρός,απόλυτος,Καθαρός,συμπυκνωμένος,φιλτραρισμένο,φρέσκος,καθαρός,απλός,εκλεπτυσμένος,ίσιος
Νοθευμένο,κράμα,Μολυσμένος,κατεστραμμένο,κατευνασμένος,αραιωμένο,Ακάθαρτος,μικτός,μολυσμένος,λερωμένος
purificatory => καθαρτικός, purifications => καθαρισμοί, purges => εκκαθαρίσεις, purged => καθαρίζω, purgatories => καθαρτήριο,