FAQs About the word purities

καθαρότητες

the quality or state of being pure, freedom from guilt or sin, saturation sense 4a

καλοσύνη,αθωότητα,αρετή,αγνότητα,αγνότητα,αγνότητα,σεμνότητα,ηθική,ευπρέπεια,decorum

κακός,ακαθαρσία,ασέλγεια,Κακία,Αιδημοσύνη,αμαρτωλότητα,ασελγεία,αδικία,χυδαιότητα,κακία

purifies => καθαρίζει, purified => καθαρισμένος, purificatory => καθαρτικός, purifications => καθαρισμοί, purges => εκκαθαρίσεις,