Greek Meaning of purifications

καθαρισμοί

Other Greek words related to καθαρισμοί

Definitions and Meaning of purifications in English

purifications

the act or an instance of purifying or of being purified

FAQs About the word purifications

καθαρισμοί

the act or an instance of purifying or of being purified

μετενσαρκώσεις,αναγεννήσεις,Αποκαταστάσεις,άφεσεις αμαρτιών,αθωώσεις,εξιλεώσεις,διαστημάτων,Ξέφωτα,Απαλλαγές,εξιλεώσεις

βλασφημίες,διαφθορά,ρυπάνσεις,παραβάσεις,μολύνσεις,υποτιμήσεις,βεβηλώσεις,Διαστροφές,ρυπάνσεις,βεβηλώσεις

purges => εκκαθαρίσεις, purged => καθαρίζω, purgatories => καθαρτήριο, purgatives => καθαρτικά, pureeing => πουρές,