Greek Meaning of purificatory
καθαρτικός
Other Greek words related to καθαρτικός
- καθαρτικός
- καθαρισμός
- εντυπωσιακός
- μετακινούμενο
- καθαριστικός
- επηρεάζοντας
- συναισθηματικός
- εκφραστικός
- συναίσθημα
- Επιδραστικό
- ουσιαστικό
- συγκινητικός
- Ανάδευση
- συγκινητικός
- επιδεικτικός
- εύγλωττος
- διεγέρσιμος
- συναρπαστικός
- ενθαρρυντικός
- παθιασμένος
- προκλητικός
- μη αποκριτικός
- ευαίσθητος
- σημαντικός
- διεγερτικό
Nearest Words of purificatory
Definitions and Meaning of purificatory in English
purificatory
serving, tending, or intended to purify
FAQs About the word purificatory
καθαρτικός
serving, tending, or intended to purify
καθαρτικός,καθαρισμός,εντυπωσιακός,μετακινούμενο,καθαριστικός,επηρεάζοντας,συναισθηματικός,εκφραστικός,συναίσθημα,Επιδραστικό
Καταπιεστικό,ανέμπνευστος,Ανέγγιχτος,αδιάφορος
purifications => καθαρισμοί, purges => εκκαθαρίσεις, purged => καθαρίζω, purgatories => καθαρτήριο, purgatives => καθαρτικά,