Greek Meaning of repressive
Καταπιεστικό
Other Greek words related to Καταπιεστικό
Nearest Words of repressive
Definitions and Meaning of repressive in English
repressive (s)
restrictive of action
repressive (a.)
Having power, or tending, to repress; as, repressive acts or measures.
FAQs About the word repressive
Καταπιεστικό
restrictive of actionHaving power, or tending, to repress; as, repressive acts or measures.
Ανέγγιχτος,ανέμπνευστος,αδιάφορος
καθαρτικός,καθαρισμός,συναισθηματικός,εκφραστικός,εντυπωσιακός,μετακινούμενο,συγκινητικός,καθαρτικός,καθαριστικός,Ανάδευση
repression => καταστολή, repressing => καταπιεστικός, repressible => Καταπιέσιμος, represser => καταπιεστής, repressed => καταπιεσμένος,