FAQs About the word reprieved

χάρισε

of Reprieve

συγχωρέθηκε

καταδικασμένος,κατάρατος,καταδικασμένος,καταδικασμένος,καταδικάστηκε,καταδικάστηκε,διορθωμένο,τιμωρημένος,‏επιμελήθηκε‏,λογοκριμένος

reprieve => αναβολή, reprieval => αναστολή, repriefe => αναβολή, repreve => Αναστολή, reprevable => Κατακριτέο,