Greek Meaning of adjudged
καταδικάστηκε
Other Greek words related to καταδικάστηκε
- αποφασισμένο
- διαιτησία
- θεωρούμενος
- αποφάσισε
- αποφασισμένος
- καταδικασμένος
- Επιλεγμένο
- εγκαταστημένος
- κατέληξε
- θεωρείται
- εκ προθέσεως
- άκουσε
- διωκόμενος
- διαιτηθέντες
- αποφάσισε (για)
- διαιτητής
- ζυγισμένο
- Βρέθηκε (υπέρ ή κατά)
- μεσολαβούμενος
- μέτριος
- διαπραγματευμένος
- Σκεφτόταν
- Επαναπροσδιορισμένο
- δοκίμασε
Nearest Words of adjudged
Definitions and Meaning of adjudged in English
adjudged (imp. & p. p.)
of Adjudge
FAQs About the word adjudged
καταδικάστηκε
of Adjudge
αποφασισμένο,διαιτησία,θεωρούμενος,αποφάσισε,αποφασισμένος,καταδικασμένος,Επιλεγμένο,εγκαταστημένος,κατέληξε,θεωρείται
αμφίβολος,περιφραγμένο,φουστα,διστακτικός
adjudge => κρίνω, adjournment => αναβολή, adjourning => αναβολή, adjourned => αναβλήθηκε, adjournal => αναβολή,