Greek Meaning of pondered
Σκεφτόταν
Other Greek words related to Σκεφτόταν
- θεωρούμενος
- συζήτησαν
- διασκεδασμένος
- εξερευνηθεί
- με μάτια
- αμφισβητήθηκε
- μελετήθηκε
- ζυγισμένο
- στοχαστικός
- αναλυθέν
- σκέφτηκε
- εκ προθέσεως
- διαλογίστηκε
- περιστρεφόμενος
- αναμάσησε
- στρεμμένος
- μασουλήθηκε
- κοίταξε
- ώριμη σκέψη
- εξεταστείσα
- σκέψη (για ή πάνω από)
- Παλεύω (με)
- απορροφάται
- πίστευε
- κατέληξε
- χωνεμένος
- εξέφρασε γνώμη
- αιτιολογημένος
- βασανίζω το μυαλό μου με κάτι
- εκκολάπτει (πάνω από ή σχετικά με κάτι)
- μασουλημένο
- συλληφθεί
- σπάω το κεφάλι μου (για)
- κατοικούμενος (σε ή επάνω)
- κατοίκησε (σε ή πάνω)
- εμμονικός (με ή σε)
- ανήσυχος (για κάποιον ή κάτι)
- κλώτσησε γύρω
- συλλογίζομαι
- εμμονή (περί ή πάνω από)
- Λαξευμένος
- πάνω σε
- αντανακλάται (πάνω ή πάνω)
- θυμήθηκε
- Δεύτερη σκέψη
- εικάστηκε για
Nearest Words of pondered
Definitions and Meaning of pondered in English
pondered
to consider carefully, to think or consider especially quietly, soberly, and deeply, to think about, to weigh in the mind
FAQs About the word pondered
Σκεφτόταν
to consider carefully, to think or consider especially quietly, soberly, and deeply, to think about, to weigh in the mind
θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,εξερευνηθεί,με μάτια,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,ζυγισμένο,στοχαστικός,αναλυθέν
παραβλεπόμενος,απολυμένος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,εξαντλημένος,υποτίμησε
ponchos => πόντσο, pommels => λαβές, pommelling => ξυλοδαρμός, pommelled => χτυπημένο, pommeling => κτύπημα,