Greek Meaning of meditated

διαλογίστηκε

Other Greek words related to διαλογίστηκε

Definitions and Meaning of meditated in English

Webster

meditated (imp. & p. p.)

of Meditate

FAQs About the word meditated

διαλογίστηκε

of Meditate

θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,στοχαστικός,Σκεφτόταν,αναλυθέν,σκέφτηκε,εκ προθέσεως

παραβλεπόμενος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,απολυμένος,εξαντλημένος,υποτίμησε

meditate => διαλογίζομαι, meditance => διαλογισμός, medioxumous => μέτριος, mediostapedial => Σταπέδιος μυς, mediocrity => μετριότητα,