Greek Meaning of cogitated

σκέφτηκε

Other Greek words related to σκέφτηκε

Definitions and Meaning of cogitated in English

Webster

cogitated (imp. & p. p.)

of Cogitate

FAQs About the word cogitated

σκέφτηκε

of Cogitate

θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,στοχαστικός,Σκεφτόταν,αναλυθέν,εκ προθέσεως,εξερευνηθεί

παραβλεπόμενος,απολυμένος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,εξαντλημένος,υποτίμησε

cogitate => σκέφτομαι, cogitabund => στοχαστικός, cogitable => εννοήσιμος, cogitability => κατανόηση, coggle => coggle,