Greek Meaning of cogitable
εννοήσιμος
Other Greek words related to εννοήσιμος
- αποδεκτός
- αντιληπτός
- αξιόπιστος
- φανταστός
- πιθανός
- πιθανός
- δυνατόν
- Πρακτικός
- τεκμαρτός
- πιθανός
- λογικός
- πιστευτός
- πειστικός
- πειστικός
- Καταληκτικός
- πειστικός
- Αξιόπιστος
- αποφασιστικός
- αξιόπιστος
- αποτελεσματικός
- δυναμικός
- πειστικός
- αξιόπιστος
- ικανοποιητικό
- δυνατός
- λέγοντας
- αξιόπιστος
- εκλεπτυσμένος
- σοφιστικός
- φαινομενικός
Nearest Words of cogitable
Definitions and Meaning of cogitable in English
cogitable (s)
capable of being thought about
cogitable (a.)
Capable of being brought before the mind as a thought or idea; conceivable; thinkable.
FAQs About the word cogitable
εννοήσιμος
capable of being thought aboutCapable of being brought before the mind as a thought or idea; conceivable; thinkable.
αποδεκτός,αντιληπτός,αξιόπιστος,φανταστός,πιθανός,πιθανός,δυνατόν,Πρακτικός,τεκμαρτός,πιθανός
παράλογο,αμφίβολος,αδύνατο (adynato),αδιανόητο,αμφισβητήσιμος,αδιανόητος,αδιανόητος,αμφίβολος,φανταστικός,Φανταστικός
cogitability => κατανόηση, coggle => coggle, cogging => Γρανάζωμα, coggery => συνωμοσία, cogger => γρανάζι,