Greek Meaning of conceivable

αντιληπτός

Other Greek words related to αντιληπτός

Definitions and Meaning of conceivable in English

Wordnet

conceivable (s)

capable of being imagined

FAQs About the word conceivable

αντιληπτός

capable of being imagined

δυνατόν,φαινομενικός,υποθετικός,εμφανής,φανταστός,πιθανός,προφανής,πιθανός,δυνητικός,υποτιθέμενος

αδύνατο (adynato),απίθανος,αδιανόητο,απίθανο,απίστευτο

conceivability => πιθανότητα, conceitedness => ματαιοδοξία, conceitedly => εγωιστικά, conceited => ματαιόδοξος, conceit => εγωισμός,