Greek Meaning of conceive
συλλαμβάνω
Other Greek words related to συλλαμβάνω
- οραματίζομαι
- φαντάζομαι
- βλέπω
- εγωισμός
- επικαλούμαι
- αναλογίζομαι
- όνειρο
- φαντάζομαι
- φανταχτερός
- ονειρεύομαι
- φαντασία
- χαρακτηριστικό
- ιδέ
- εικόνα
- εικόνα
- σχέδιο
- Όραμα
- Οπτικοποιώ
- επινοώ
- Ονειροπόληση
- φτιάχνω
- προβλέπω
- ψευδαίσθηση
- εφεύρω
- μακιγιάζ
- Κατασκευή
- διαλογίζομαι
- μούσα
- στοχάζομαι
- προεικονίζω
- πρότζεκτ
- αναδημιουργώ
- αναβίω
- Θυμάμαι
- στοχάζομαι
- αστροπαρατήρηση
Nearest Words of conceive
- conceive of => συλλάβει
- conceiver => συνθέτης
- concenter => συγκεντρωθείτε
- concentrate => Συμπύκνωμα
- concentrate on => εστιάζω σε
- concentrated => συμπυκνωμένος
- concentrated fire => Συγκεντρωμένα πυρά
- concentration => συγκέντρωση
- concentration camp => Στρατόπεδο συγκέντρωσης
- concentration gradient => Διαβάθμιση συμπύκνωσης
Definitions and Meaning of conceive in English
conceive (v)
have the idea for
judge or regard; look upon; judge
become pregnant; undergo conception
FAQs About the word conceive
συλλαμβάνω
have the idea for, judge or regard; look upon; judge, become pregnant; undergo conception
οραματίζομαι,φαντάζομαι,βλέπω,εγωισμός,επικαλούμαι,αναλογίζομαι,όνειρο,φαντάζομαι,φανταχτερός,ονειρεύομαι
νοσταλγώ,παρεξήγηση,ερμηνεύω εσφαλμένα,Παρανοήσω,παρερμηνεία,λάθος,παρεξηγώ,παρανόηση,παρεξηγώ
conceivably => Πιθανώς, conceivableness => δυνατότητα σύλληψης, conceivable => αντιληπτός, conceivability => πιθανότητα, conceitedness => ματαιοδοξία,