Greek Meaning of concoct

επινοώ

Other Greek words related to επινοώ

Definitions and Meaning of concoct in English

Wordnet

concoct (v)

make a concoction (of) by mixing

prepare or cook by mixing ingredients

invent

devise or invent

FAQs About the word concoct

επινοώ

make a concoction (of) by mixing, prepare or cook by mixing ingredients, invent, devise or invent

κατασκευή,επινοώ,εφεύρω,Επινοώ,σχεδιασμός,Κατασκευή,Παραγωγή,νόμισμα,σκέφτομαι,συλλαμβάνω

κλώνος,Αντίγραφο,αντίγραφο,μιμούμαι,μιμητής,αναπαράγω,αναπαράγω,μιμητής,διπλασιάζω

conclusiveness => αποφασιστικότητα, conclusively => οριστικά, conclusive => Καταληκτικός, conclusion of law => Συμπεράσματα του νόμου, conclusion => Συμπέρασμα,