Greek Meaning of mimic
μιμητής
Other Greek words related to μιμητής
- κάνω
- μιμούμαι
- κοροϊδεύω
- παρωδία
- γελοιογραφία
- μιμείται
- προσομοιώνω
- παρωδία
- στέλνω επάνω
- Πράξη
- ενισχύω
- πίθηκος
- μπουρλέσκ
- μιμητής
- πλαστό
- κοροϊδεύω
- προσποιούμενος
- αντίγραφο
- περίτεχνος
- στολίζω
- κεντώ
- βελτιώνω
- υπερβάλλω
- επεκτείνω
- ψεύτικος
- προσποιούμαι
- κοροϊδία
- προσποιούμαι
- σούστα
- σάτιρα
- μεγενθύνω
- μίμος
- πίθηκος
- υπερανάληψη
- υπερβάλλω
- μαξιλάρι
- παντομίμα
- παπαγάλος
- Πασκουίνος
- εκτελώ
- προσποιούμαι
- παίξε
- δυναμώστε τον ήχο
- προσποιούμαι
- βάζω
- αναπαράγω
- αναπαράγω
- γελοιοποίηση
- σατιρίζω
- απάτη
- Τέντωμα
- παρωδία
- μεγέθυνση (σε ή πάνω)
- Αναπτύσσω
Nearest Words of mimic
Definitions and Meaning of mimic in English
mimic (n)
someone who mimics (especially an actor or actress)
mimic (v)
imitate (a person or manner), especially for satirical effect
mimic (s)
constituting an imitation
mimic (a.)
Alt. of Mimical
mimic (n.)
One who imitates or mimics, especially one who does so for sport; a copyist; a buffoon.
mimic (v. t.)
To imitate or ape for sport; to ridicule by imitation.
To assume a resemblance to (some other organism of a totally different nature, or some surrounding object), as a means of protection or advantage.
FAQs About the word mimic
μιμητής
someone who mimics (especially an actor or actress), imitate (a person or manner), especially for satirical effect, constituting an imitationAlt. of Mimical, On
κάνω,μιμούμαι,κοροϊδεύω,παρωδία,γελοιογραφία,μιμείται,προσομοιώνω,παρωδία,στέλνω επάνω,Πράξη
γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,αυθεντικός,καλή τη πίστει,νόμιμος,καθαρός,ποιότητα,πολύτιμος
mimetite => Μιμητίτης, mimetism => μιμητισμός, mimetical => μιμητικός, mimetic => μιμητικός, mimetene => μιμητίτης,