Greek Meaning of enlarge (on or upon)
μεγέθυνση (σε ή πάνω)
Other Greek words related to μεγέθυνση (σε ή πάνω)
Nearest Words of enlarge (on or upon)
- enlarged (on or upon) => διευρυμένη (επί ή επάνω)
- enlargements => διευρύνσεις
- enlarges => μεγαλώνει
- enlarging (on or upon) => διεύρυνση (στο ή πάνω)
- enlightenments => φωτισμοί
- enlist (in) => κατατάσσω (σε)
- enlisting (in) => Κατάταξη (σε)
- enlivenment => εμψύχωση
- enmeshing => Εμπλοκή
- enmeshment => Εμπλοκή
Definitions and Meaning of enlarge (on or upon) in English
enlarge (on or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word enlarge (on or upon)
μεγέθυνση (σε ή πάνω)
Αναπτύσσω,διευρύνω (στο ή στο),επεξεργάζομαι (για),επεκτείνω,Αναπτύσσω,συμπλήρωμα,προσθέτω (σε),ενισχύω,συμπλήρωμα,τρέχω
πυκνώνω,Σύμβαση,βραχύνω,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,περίγραμμα,συνοψίζω,συνοψίζω
enlacing => περιπτυσσόμενος, enlaced => Εμπλεγμένο, enkindles => ανάβει, enjoys => απολαμβάνει, enjoyments => απολαύσεις,