Greek Meaning of enlargements

διευρύνσεις

Other Greek words related to διευρύνσεις

Definitions and Meaning of enlargements in English

enlargements

a photographic print made larger than the negative, a photographic print larger than the negative that is made by projecting the negative image through a lens onto a photographic printing surface, an act or instance of enlarging

FAQs About the word enlargements

διευρύνσεις

a photographic print made larger than the negative, a photographic print larger than the negative that is made by projecting the negative image through a lens o

Εκρήξεις,κοντινές λήψεις,Φωτογραφίες,φωτογραφίες,φωτογραφίες,pixel,Εκτυπώσεις,εικονολήψεις,ακόμα,Νταγκερότυπα

συμπυκνώσεις,Συγκρούσεις,μειώνει,μειώσεις,εκπτώσεις,συρρικνώσεις,μειώσεις,μειώσεις,σημεία αποβίβασης,σταγόνες

enlarged (on or upon) => διευρυμένη (επί ή επάνω), enlarge (on or upon) => μεγέθυνση (σε ή πάνω), enlacing => περιπτυσσόμενος, enlaced => Εμπλεγμένο, enkindles => ανάβει,