Greek Meaning of enlisting (in)
Κατάταξη (σε)
Other Greek words related to Κατάταξη (σε)
Nearest Words of enlisting (in)
- enlist (in) => κατατάσσω (σε)
- enlightenments => φωτισμοί
- enlarging (on or upon) => διεύρυνση (στο ή πάνω)
- enlarges => μεγαλώνει
- enlargements => διευρύνσεις
- enlarged (on or upon) => διευρυμένη (επί ή επάνω)
- enlarge (on or upon) => μεγέθυνση (σε ή πάνω)
- enlacing => περιπτυσσόμενος
- enlaced => Εμπλεγμένο
- enkindles => ανάβει
Definitions and Meaning of enlisting (in) in English
enlisting (in)
No definition found for this word.
FAQs About the word enlisting (in)
Κατάταξη (σε)
εγγραφή (σε),εισάγοντας,ένταξη,επανένταξη,σύνδεση σε (για),εγγραφή (για),εισάγομαι,Επανακατάταξη,επανεγγραφή,Ανάκαμψη
παραιτούμενος,διακοπή φοίτησης,απόσυρση ,διακοπή καπνίσματος
enlist (in) => κατατάσσω (σε), enlightenments => φωτισμοί, enlarging (on or upon) => διεύρυνση (στο ή πάνω), enlarges => μεγαλώνει, enlargements => διευρύνσεις,