Greek Meaning of enlisting (in)

Κατάταξη (σε)

Other Greek words related to Κατάταξη (σε)

Definitions and Meaning of enlisting (in) in English

enlisting (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word enlisting (in)

Κατάταξη (σε)

εγγραφή (σε),εισάγοντας,ένταξη,επανένταξη,σύνδεση σε (για),εγγραφή (για),εισάγομαι,Επανακατάταξη,επανεγγραφή,Ανάκαμψη

παραιτούμενος,διακοπή φοίτησης,απόσυρση ,διακοπή καπνίσματος

enlist (in) => κατατάσσω (σε), enlightenments => φωτισμοί, enlarging (on or upon) => διεύρυνση (στο ή πάνω), enlarges => μεγαλώνει, enlargements => διευρύνσεις,

Shares
sharethis sharing button Share
whatsapp sharing button Share
facebook sharing button Share
twitter sharing button Tweet
messenger sharing button Share
arrow_left sharing button
arrow_right sharing button