FAQs About the word enrolling (in)

εγγραφή (σε)

Κατάταξη (σε),εισάγοντας,ένταξη,επανένταξη,σύνδεση σε (για),εγγραφή (για),εισάγομαι,επανεγγραφή,Επανακατάταξη,επανεγγραφή

παραιτούμενος,διακοπή φοίτησης,απόσυρση ,διακοπή καπνίσματος

enrollees => εγγεγραμμένοι, enroll (in) => εγγράφομαι (σε), enrobing => επικάλυψη, enrobed => ενδυμένος με μανδύα, enrichments => Εμπλουτισμοί,