Greek Meaning of enrooted

ριζωμένος

Other Greek words related to ριζωμένος

Definitions and Meaning of enrooted in English

enrooted

establish, implant

FAQs About the word enrooted

ριζωμένος

establish, implant

εκτρεφόμενος,ενσωματωμένο,εμφυτευμένο,φυτεμένος,ριζωμένος,εμπεδωμένο,εγκεντρισμένος,εμφύσησε,καταλύει,σπαρμένος

αποκλείστηκε,ριζωμένος,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μετατοπίστηκε,εκτοπισμένος,εξαλειμμένος,εκδιωκόμενος,αφαιρέθηκε,εκριζωμένος

enrols => εγγράφει, enrolls => εγγράφει, enrolling (in) => εγγραφή (σε), enrollees => εγγεγραμμένοι, enroll (in) => εγγράφομαι (σε),